στιγμεργία

στιγμεργία
η, Ν
διέγερση την οποία προκαλεί σε ορισμένα κοινωνικά έντομα η συμπλήρωση ορισμένων δραστηριοτήτων και η οποία ερμηνεύεται από την πραγματοποίηση ακριβών και προσαρμοσμένων πράξεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”